τετμημένη

τετμημένη
τέμνω
cut
perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τετμημένη — Η πρώτη από τις 3 καρτεσιανές συντεταγμένες σημείου του χώρου. Bλ. λ. τριγωνομετρία. * * * η, Ν βλ. τέμνω …   Dictionary of Greek

  • τετμημένῃ — τέμνω cut perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναλυτική γεωμετρία — Με τον όρο αυτό νοείται το σύνολο των μεθόδων που επιτρέπουν συστηματικά τη μετάφραση γεωμετρικών προβλημάτων σε προβλήματα αναλυτικά και, σε συνέχεια, τη γεωμετρική παράσταση των αποτελεσμάτων, τα οποία προκύπτουν. Ως θεμελιωτές της α.γ.… …   Dictionary of Greek

  • τριγωνομετρία — Κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με το θεμελιώδες πρόβλημα του υπολογισμού όλων των στοιχείων ενός τριγώνου, όταν μας είναι γνωστά μερικά από αυτά, αλλά ικανά να το προσδιορίσουν. Επειδή τα τρίγωνα διακρίνονται σε επίπεδα και σφαιρικά, γι’… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • ημιτονοειδής — ές φρ. «ημιτονοειδής καμπύλη» επίπεδη καμπύλη, που η τεταγμένη της είναι το ημίτονο τού τόξου που λαμβάνεται επάνω σε κύκλο με ακτίνα ίση με την τετμημένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημί τονο + ειδής (< είδος), πρβλ. ανθρωπο ειδής, σταυρο ειδής] …   Dictionary of Greek

  • τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… …   Dictionary of Greek

  • φλεβοτμής — ῆτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει τετμημένη φλέβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέψ, φλεβός + τμής (< θ. τμη τού ρ. τέμνω*, πρβλ. τμη τός), πρβλ. ἡμι τμής, ἰθυ τμής] …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρεγερτική δύναμη — Χαρακτηριστικό μέγεθος (E) μιας ηλεκτρικής πηγής που ορίζεται ως η διαφορά δυναμικού V στους πόλους Α και Β της πηγής, όταν αυτή δεν διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα (Ε = V, όταν I = 0). Μια ιδανική πηγή η.δ. διατηρεί σταθερή διαφορά δυναμικού… …   Dictionary of Greek

  • ιστόγραμμα ή ιστορική παράσταση — Διάγραμμα που παριστάνει τη γραφική παράσταση κατανομών συχνότητας. Το ι. είναι πολύ χρήσιμο για την παράσταση ασυνεχών ιστορικών σειρών. Για παράδειγμα, στον πρώτο πίνακα, στον οριζόντιο άξονα είναι σημειωμένα τα ακαδημαϊκά έτη από το 1945 46… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”